μαχάτμα

μαχάτμα
ο
άκλ. (λ. σανσκριτική), τίτλος που δίνεται στην Ινδία σε σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες: Ο μαχάτμα Γκάντι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γκάντι, Μαχάτμα Μοχαντάς Κάραμτσαντ — (Mohandas Karamchand Gandhi, Πορμπαντάρ 1869 – Νέο Δελχί 1948). Ινδός πολιτικός. Έγινε γνωστός με το προσωνύμιο Μαχάτμα, που στα σανσκριτικά σημαίνει μεγάλη ψυχή. Αφού σπούδασε πρώτα νομικά στο Λονδίνο, εγκαταστάθηκε στη Νότια Αφρική, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • σατυαγκράχα — και σατιαγκράχα και σαττιαγκράχα, η, Ν φιλοσοφική αντίληψη που διατυπώθηκε τον 20ό αιώνα από τον στοχαστή και ηγέτη τού εθνικού απελευθερωτικού κινήματος τής Ινδίας Μαχάτμα Γκάντι, αντίληψη η οποία, στο επίπεδο τής πρακτικής, εκφράζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • αντιαποικιοκρατία — Θεωρητική θέση που είναι αντίθετη σε κάθε μορφή αποικιακής εκμετάλλευσης. Οι πρώτες εκδηλώσεις της συμπίπτουν με τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις. Η πολιτική της α. συνίσταται στην αρχή της πλήρους αυτοκυβέρνησης και στην καταγγελία της… …   Dictionary of Greek

  • Αχμανταμπάντ — Πόλη (4.519.278 κάτ. το 2001) της ΒΔ Ινδίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους του Γκουτζαράτ, που εκτείνεται στον βορειοδυτικό άξονα της χερσονήσου του Ντεκάν. Η ίδρυσή της, που ανάγεται στο 1412, ήταν έργο του Αχμάντ Σαχ Α’, μουσουλμάνου… …   Dictionary of Greek

  • Κινγκ, Μάρτιν Λούθερ — (Martin Luther King, Ατλάντα, Τζόρτζια 1929 – Τενεσί, Μέμφις 1968). Αφροαμερικανός πολιτικός, κοινωνικός αγωνιστής και συγγραφέας. Η ζωή και το έργο του Κ. συνδέθηκαν στενά με το φυλετικό πρόβλημα των ΗΠΑ και την ισότητα των Αφροαμερικανών, για… …   Dictionary of Greek

  • Νεχρού, Κρι Γιαβαχαρλάλ — (Nehru Jawaharlal, Αλαχαμπάντ 1889 – Νέο Δελχί 1964). Ινδός πολιτικός. Γιος πλούσιου δικηγόρου, σπούδασε στην Αγγλία και το 1912 πήρε το δίπλωμα της νομικής. Οπαδός του Γκάντι αλλά ξένος προς τον θρησκευτικό μυστικισμό του Μαχάτμα, έγινε μέλος… …   Dictionary of Greek

  • Πάιρ, Nτομινίκ Zορζ — (Pire, 1910). Βέλγος μοναχός. Διετέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας και ανέπτυξε πλούσια κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Στη διάρκεια του B» Παγκοσμίου πολέμου προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες για την ανακούφιση των θυμάτων. Το 1960 πρωτοστάτησε στην… …   Dictionary of Greek

  • Πιρ, Ζορζ — (Pire, 1910 – 1969). Βέλγος ιερωμένος. Διετέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας και διηύθυνε παράλληλα πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Στη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου πολέμου, πήρε μέρος στην Αντίσταση, ως ιερέας των αντιστασιακών οργανώσεων. Το 1949… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”